- ἱδρύομαι
- med. ставлю к себе, водворяю к себе
Ancient Greek-Russian simple. 2014.
Ancient Greek-Russian simple. 2014.
ιδρύομαι — ιδρύομαι, ιδρύθηκα, ιδρυμένος βλ. πίν. 6 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αφιδρύομαι — ἀφιδρύομαι (Α) [ιδρύομαι] 1. μεταφέρω από έναν τόπο σε άλλο 2. κατασκευάζω, ανεγείρω αγάλματα ή ναούς σύμφωνα με κάποιο πρότυπο … Dictionary of Greek
επανίστημι — (AM έπανίστημι Μ και ἐπανιστώ) [ίστημι] παθ. επανίσταμαι γίνομαι αντίπαλος, εξεγείρομαι εναντίον κάποιου, επαναστατώ («καὶ πρῶτον μὲν τῷ δήμῳ ἐπανέστησαν», Θουκ.) μσν. καθιστώ αρχ. 1. ανεγείρω εκ νέου 2. ξεσηκώνω, κινώ σε στάση εναντίον κάποιου… … Dictionary of Greek
ιδρύω — (ΑΜ ἱδρύω) (ενεργ. και μέσ.) οικοδομώ, κτίζω («ο ναός ιδρύθηκε τον 5ο αιώνα» β. «ἱδρύσαντο ὑπὸ τῇ ἀκροπόλι Πανὸς ἱρόν», Ηρόδ.) νεοελλ. συνιστώ, συγκροτώ («ιδρύω πολιτικό κόμμα») αρχ. 1. πείθω κάποιον να παραμείνει, να εγκατασταθεί («αὑτός τε… … Dictionary of Greek
περιστηλούμαι — όομαι, Α στήνομαι ολόγυρα με τη μορφή στηλών. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + στηλοῦμαι «στήνομαι, ιδρύομαι» (< στήλη)] … Dictionary of Greek
προσοικίζω — Α [οἰκίζω] 1. (σχετικά με ναό) ανεγείρω προκειμένου να εξυπηρετήσω έναν συγκεκριμένο σκοπό 2. παθ. προσοικίζομαι α) ιδρύομαι, κτίζομαι κοντά σε έναν τόπο («ἡ μέν... ἀρχαία πόλις μικρὰ νῆσός τις ἐστιν ἡ δ ὕστερον προσοικισθεῑσα», Διόδ.) β) (για… … Dictionary of Greek
ՍԵՐՏԵՄ — (եցի.) NBH 2 0710 Chronological Sequence: Unknown date, 8c, 10c, 13c ն. ՍԵՐՏԵՄ ՍԵՐՏԻՄ. ἰδρύω, ἑνιδρύω, ἰδρύομαι solido, firmo, colloco, or; sedeo, persto եւն. Սերտ առնել. պնդել. հաստատել. ամրացուցանել. զետեղել. կր. Սերտանալ. հաստատուն եւ անյողդող … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ՍԵՐՏԻՄ — (եցայ.) NBH 2 0710 Chronological Sequence: Unknown date, 8c, 10c, 13c ձ. ՍԵՐՏԵՄ ՍԵՐՏԻՄ. ἰδρύω, ἑνιδρύω, ἰδρύομαι solido, firmo, colloco, or; sedeo, persto եւն. Սերտ առնել. պնդել. հաստատել. ամրացուցանել. զետեղել. կր. Սերտանալ. հաստատուն եւ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)